- προσταγῆς
- προσταγήfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въведениѥ — ВЪВЕДЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Введение внутрь чего л.: Никъто же въноутрь... цр҃кве скотѩте какого оубо да не въведеть. развѣ не а||ще къто поутьмь шьствоу˫а... хлѣвиныи обитѣли не имыи въ таковѣи обитаѥть цр҃кви. не въведени˫а бо ради въноутрь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… … Dictionary of Greek
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ … Dictionary of Greek
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek
χροιά — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χρόα και επικ. και ιων. τ. χροιή Α 1. χρώμα, χρωματισμός (α. «αυτό το πλακάκι έχει παράξενη χροιά» β. «αἱ χρόαι ἅπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῡ φωτός, καὶ δι ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
Σέλερ, Μαξ — (Scheler). Γερμανός φιλόσοφος (Μόναχο 1874 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1928). Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου, της Κολωνίας και της Φρανκφούρτης, και ήταν οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, του οποίου χρησιμοποίησε τα… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek